ἐπάμεροι

ἐπάμεροι
ἐπά̱μεροι , ἐφήμερος
living but a day
masc/fem nom/voc pl (aeolic)
ἐπά̱μεροι , ἐπάμερος
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επάμερος — ἐπάμερος, ον και ἐπαμέριος, ον (Α) δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος πρόσκαιρος («ἐπάμεροι τί δέ τις; τί δ οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. τού ημέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”